- ψό
- ΜΑεπιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτησηαρχ.ποιμενικό επίφθεγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην *bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην *bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].
Dictionary of Greek. 2013.